- γλαγώ
- γλαγῶ (-άω) (Α) [γλάγος]είμαι γεμάτος γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < … Dictionary of Greek
ευγλάγετος — εὐγλάγετος, ον (Α) ο ευγλαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλαγετος (< γλαγώ «είμαι πλήρης γάλακτος»)] … Dictionary of Greek